- προσαικίζομαι
- προσαικίζομαι,A torment besides, J.BJ4.4.3 (v.l. προ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαικίζομαι — Α (αποθ.) βασανίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰκίζω / ομαι «κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ»] … Dictionary of Greek
προσαικίζεται — προσαικίζομαι torment besides pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)